- κουρτινόξυλο
- τοξύλο που τοποθετημένο οριζόντια στηρίζει μια κουρτίνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουρτινόξυλο — το ράβδος, ξύλινη ή μεταλλική, με ή χωρίς περικάλυμμα, από την οποία αναρτώνται οι κουρτίνες … Dictionary of Greek